ξιφιστύς

ξιφιστύς
ξιφιστύ̱ς , ξιφιστύς
sword-play
fem acc pl
ξιφιστύς
sword-play
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξιφιστύς — ξιφιστύς, ύος, ἡ (Α) ιων. τ. (κατά τον Ησύχ.) «μαχαιρομαχία», ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα τύς (πρβλ. ακοντισ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”